Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Ο πόλεμος και η ειρήνη στην ποίηση


















Η ποιήτρια Σουχέιρ Χαμάντ ερμηνεύει δύο ανατριχιαστικά προφορικά κομμάτια: 
«Τι θα κάνω» και «Σπάστε (διεσπαρμένα)» 

Δείτε εδώ: Τι θα κάνω
Στοχασμοί στον πόλεμο και την ειρήνη, στις γυναίκες και τη δύναμη. Περιμένετε τον εκπληκτικό στίχο: «Μη φοβάστε αυτό που έχει ανατιναχθεί. Αν πρέπει, φοβηθείτε αυτό που δεν έχει ανατιναχθεί.» 

Χιονίζει γιε μου του Γιάννη Ρίτσου

Το μικρό κορίτσι



Εγώ είμαι,εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας. 
Εδώ ή αλλού,χτυπάω όλες τις πόρτες 
ω,μην τρομάζετε καθόλου που είμαι αθώρητη 
κανένας μια μικρή νεκρή δεν μπορεί να δει. 

Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα 
στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε 
κι είμαι παιδί,τα εφτά δεν τα καλόκλεισα, 
μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν. 

Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου 
μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια 
όλη-όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα 
την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ'ένα ουρανό συγνεφιασμένο. 

Ω,μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα, 
κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει 
τι το παιδί που σαν κομμάτι εφημερίδα κάηκε 
δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει. 

Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας,ακούστε με, 
φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας 
έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται 
και να μπορούν να τρώνε καραμέλες. 

Ναζίμ Χικμέτ 

(απόδοση Γιάννη Ρίτσου) 

Ραψωδία Ζ , 369-529 ΕΚΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ



Ενώ ο Διομήδης με το Γλαύκο ανταλλάσσουν τα όπλα τους διαμορφώνοντας ένα αντιπολεμικό διάλειμμα μέσα στον ορυμαγδό της μάχης , προβάλλεται από τον ποιητή  η συνάντηση του Έκτορα με τη γυναίκα του, Ανδρομάχη, και τον γιο του, Αστυάνακτα.
Το πρωτοπαλίκαρο των Τρώων, σε ένα διάλειμμα της μάχης, μπαίνει μέσα στο κάστρο για να βρει τον Πάρη (όχι τόσο για να τον μαλώσει όσο για να τον φέρει στον "ίσιο" δρόμο της τιμής και της ανδρείας) και με την ευκαιρία αναζητά τη μητέρα του, τη γυναίκα του και τον γιο του, για να τους δει – ίσως για τελευταία φορά.
 Όταν συναντιέται με την Ανδρομάχη, πραγματοποιείται η πιο ανθρώπινη και αντιπολεμική ίσως στιγμή της Ιλιάδας. Η Ανδρομάχη προσπαθεί να τον πείσει να μείνει μέσα στο κάστρο, γιατί φοβάται πως από το πεδίο της μάχης δεν θα επιστρέψει ποτέ, και τότε εκείνη θα μείνει χήρα, και επιπλέον θα χάσει την ελευθερία της και θα καταντήσει δούλα των Αχαιών. Ο Έκτορας προσπαθεί να την παρηγορήσει. Γνωρίζει τη μοίρα της Τροίας, αλλά οφείλει να εκπληρώσει το χρέος του (το καθήκον του και να προστατέψει την υστεροφημία του από την οποία πρέπει να απουσιάζει η ντροπή. βλέπε και σχόλια παρακάτω) και να συνεχίσει τον ολέθριο πόλεμο. Κι εκείνον τον πονάει ο σίγουρος θάνατός του, η καταστροφή της πόλης του και η διαγεγραμμένη μοίρα της γυναίκας του, αλλά δεν είναι δυνατόν να κάνει αλλιώς. Ύστερα παίρνει και χορεύει στα χέρια του το παιδί του (σαν πατέρας πια), εκείνο όμως κλαίει, γιατί φοβάται την πανοπλία του πατέρα του, πράγμα που φέρνει χαμόγελα στο αντρόγυνο. Ο Έκτορας βγάζει την περικεφαλαία, και εύχεται στο μέλλον να γίνει ο γιος του δυνατός βασιλιάς, πιο ξακουστός από τον πατέρα του.





#2   
Και κάτι από την αρχαία ελληνική ποίηση.

απόσπασμα από την ΕΚΑΒΗ του ΕΥΡΥΠΙΔΗ:

"Ζω και με πόνους ζώνουμαι,
μα σαν τη βιά δεν είναι ούτε οι πόνοι.
Από την αμυαλιά του έφερε ένας το χαμό
και τον ξολοθρεμό σε όλους. Και τώρα
από τους ξένους συφορά πλακώνει μες στου Σιμόεντα τη χώρα.

Κι η κρίση πο' κρινε ο αγελαδάρης πα στην Ίδα,
για τη συνέρια τους τις τρεις μακάριες κόρες,
ξεδιάλυνε σε σκοτωμούς, σε μπόρες
και γκρεμισμένα τα παλάτια μου είδα.

Όμως, και δίπλα στον που ωραία ρέει Ευρώτα
στο σπίτι της κάποια λακώνισσα παρθένα
μυριόκαρδα θρηνεί. Και κάπoια μάνα μόνη,
που τα παιδιά της είναι σκοτωμένα,
μαλλοτραβά το άσπρο κεφάλι και τα μάγουλα
με νύχια ματωμένα οργώνει..." 


Φίλε Οπενχάιμερ,


λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ' οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ' όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.
Και μεις, άνθρωποι απλοί, όπως κάνουμε πάντοτε,
γνωρίζοντας πως ο πόνος κατοικείται από το Θεό
σηκωθήκαμε ορθοί και κρατήσαμε
σιγή πέντε λεπτών μπρος στη θλίμη σας,
με σκυμμένα τα πρόσωπα
και σταυρωμένα τα χέρια μας.



Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι·
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ' ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.
Σε τι θα ωφελούσε ν' αφήσουμε τώρα
την καρδιά μας αδέσποτη κάτω απ’τα δάκρυά σας;
Σε τι θα ωφελούσε να κάτοσυμε δίπλα σας
αντίκρυ στο σύμπαν; Σας παραδίνουμε στη
μακροθυμία των αιώνων κι ευχόμαστε
ν' αξιωθείτε τη χάρη της.

Τι να σας κάνουμε; Πού
να σας κρύψουμε; Όπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.

Δεν είναι στο χέρι μας.
Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί, που ο Θεός μας γυρίζει τα φύλλα
           των ημερών,
που λογαριάζουμε τη ζωή μας με την ανατολή του ηλίου,
που υπογράφουμε στην καθαρή μας καδριά
             τα πεπραγμένα μας με τη δύση του,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;
Δε είχατε δάκρυα να μετρήσετε;
Δεν σας φτάναν οι αριθμοί για την εξίσωση της αλήθειας;
Ποτέ δεν σταθήκατε, μόνος προς μόνον, αντίκρυ στα μάτια μας
κι αντίκρυ στο θαύμα του χεριού τ' αδερφού σας;

Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
- ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα - ο άνθρωπος;

Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα
           του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;

Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ' τον ήλιο...

[...]

Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ' αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος που υπάρχει σ' ένα ψίχουλο
            άμμου, θ' ακούσατε
τη διπλή του βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος
            στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως
περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.
«Προσέξετε! φίλοι προσέξετε!»
                                    Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ; Δεν
γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης;
Κ' έτσι γίνατε θάνατος! Κι έτσι γίνατε τρόμος!

Μάνα μας! Μάνα μας!

                                  Θεέ μου,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;

* * *

«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»


Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξτε, παρών;

Σήκω απάνω κατηγορούμενε!

Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως.

[...]

Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα 'χω ξεθάψει απ' τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν' ανοιγοκλείνει.
Τ' άσπρο μου σαν ασβεστωμένο πρόσωπο,
δεν μπορεί πια να κλάψει, να γελάσει, νάχει ένα όνομα.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρόμπερτ, δε με γνώρισες; ο αδελφός σου
           Ρόμπερτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα 'δωσα όλα,
που σας έχτισα τ' αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ' εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ' τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες
            συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής
            κ' έκατσε δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.

[...]

Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.

Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ' το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε...
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι, με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.

* * *
Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ' τον καιρό
           της φωτιάς,
σ' εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας
             το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ' τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας,
            τις χύτρες μας.
Τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα. Δεν είδατε, φίλε
              Οπενχάιμερ,
το γέρο τεχνίτη των αιώνων που καθόταν εκεί
σε μια γωνιά λυπημένος; Δεν είδατε
τα σεβάσμια του γένια που πήγιαναν κι έρχονταν τρέμοντας
όπως σήκωνε την ποδιά να σκουπίσει τα μάτια του;
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; Τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω
           απ' την πρώτη σας έκρηξη;

Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.

[...]

Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία Τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ' ένα μακρύ κατάμαυρο πανί·

[...]

Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.
Αν μπορείς να κοιμηθείς, κοιμήσου.
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοίταξέ τον.
[...]
Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.
Οσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,
έτσι που ν' ανεβαίνουν ανεβάζοντας,
χτενίζοντας τα στάχια με λαμπρές αχτίνες,
σ' έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.

[...]

Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ' αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι
            του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή,
            στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να του διπλώσω τ' άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου,
(ω, δε θα σας κατηγορήσω άλλο πια!)
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι

έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του.

[πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ», Ποιήματα 1929-1957. Οδοιπορία, Διογένης, Αθήνα 1972, σ. 175-191]


Robert Oppenheimer
(1904-1967)

Ο Robert Oppenheimer ήταν θεωρητικός φυσικός και συχνά αποκαλείται ως ο πατέρας της ατομικής βόμβας, εξαιτίας του ρόλου που έπαιξε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Manhattan Project.

ΓΙΕ ΜΟΥ ΜΟΝΑΚΡΙΒΕ ΜΟΥ 

Γιε μου, μονάκριβε μου, 
σε μαρμαρώσανε 
σε μια μικρή πλατεία 
σαν σε σκοτώσανε. 
Και γράψανε στην πλάκα 
με τόση υποκρισία: 
"έπεσε πολεμώντας 
για την Ελευθερία". 

Μα εγώ, μικρό μου αγόρι, 
που σε μεγάλωσα, 
σε φύλαξα απ' το ξεροβόρι 
και σ' ανάστησα, 
σου δίνω την ευχή μου 
και τη συμβουλή μου 
να λες σ' αυτούς που σε κοιτάνε 
με λυπημένα βλέμματα 
πως βρίσκεσαι εκεί, 
γιατί σου είπαν ψέματα. 

Γιάννης Περγαντάς

Ο στρατιώτης ποιητής 

Δεν έχω γράψει ποιήματα 
μέσα σε κρότους 
μέσα σε κρότους 
κύλησε η ζωή μου 

Τη μιαν ημέρα έτρεμα 
την άλλην ανατρίχιαζα 
μέσα στο φόβο 
μέσα στο φόβο 
πέρασε η ζωή μου 

Δεν έχω γράψει ποιήματα 
δεν έχω γράψει ποιήματα 
μόνο σταυρούς 
σε μνήματα 
καρφώνω 


Μπ. Μπρέχτ 

Στρατηγέ, το τανκ σου είναι δυνατό μηχάνημα 
θερίζει δάση ολόκληρα, κι εκατοντάδες άντρες αφανίζει. 
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: 
Χρειάζεται οδηγό. 

Στρατηγέ, το βομβαρδιστικό σου είναι πολυδύναμο. 
Πετάει πιο γρήγορα απ΄ τον άνεμο, κι απ΄ τον ελέφαντα 
σηκώνει βάρος πιο πολύ. 
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: 
Χρειάζεται πιλότο. 

Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ. 
Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει. 
Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: 

ΞΕΡΕΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ 

Τι κι αν του πολέμου το χορό χορεύω 
γονατιστός ειρήνη εσέ γυρεύω. 

Κ.Παλαμάς



Σε δύο λεφτά θα ακουστεί το παράγγελμα"εμπρός"! 

Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ'άλλο. 

Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ'όπλου λόγχη από πίσω. 

Απόψε θα χτυπήσεις ανελέητα και θα χτυπηθείς. 

Θα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτια. 

Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μια άλλη σημαία. 

Έτοιμα να χτυπήσουν και να χτυπηθούν. 

Σ'ένα λεφτό πρέπει να μας δώσουν το σύνθημα. 

Μια λεξούλα μικρή μεσ'τη νύχτα που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει. 

Κι εγώ που 'χω μια ψυχή παιδική και δειλή 

που δε θέλει τίποτ'άλλο να ξέρει απ'την αγάπη, 

κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς-θεέ μου-να μάθω το γιατί. 

Και δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου. 

Μ.Αναγνωστάκης 

"Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, ή άποκτεινουσα τους προφήτας" 
Χισροσίμα, Χιροσίμα, ή άποκτεινουσα τους ανθρώπους! 
Ή Χιροσίμα είναι ή νεαρή μοίρα. 
Ή Χιροσίμα ακυρώνει την Ιστορία. 
Θημωνιάζει τους πολιτισμούς, καθώς ό Σαρδανάπαλος 
τους θησαυρούς του. 
Ή Χιροσίμα εϊναι το νέο πρόσωπο, το πρόσφατο προσωπείο, το πρόσωπο του αιώνα. 
Ή Χιροσίμα είναι ή παρουσία. 
Πίσω από κάθε φιλί, από κάθε σμίξιμο, από κάθε σπασμό υπάρχει ή Χιροσίμα. 
Πίσω από τη φωτιά στο τζάκι, από το αρχαίο τραγούδι, από το πατρογονικό παραμύθι υπάρχει ή Χιροσίμα. 
Ή νέα ποίηση είναι ή Χιροσίμα. 
Ή νέα ομορφιά είναι ή Χιροσίμα. 
Ή Χιροσίμα εϊναι το καινούριο μας δέρμα, ή καινούρια δορά, 
πού αχρηστεύει τους Αργοναύτες. 
Ή Χιροσίμα είναι ή νέα φιλοσοφία. 
Ή χρονολογία του κόσμου πού έρχεται. 
Ό άνθρωπος περπάτησε χιλιάδες χρόνια, για να φτάσει στη Χιροσίμα. 
Ό άνθρωπος στοχάστηκε χιλιάδες χρόνια, 
για να βρει το θεώρημα της Χιροσίμας. 
Ό άνθρωπος αναζήτησε, περιπλανήθηκε, ξενιτεύτηκε, 
θαλασσοπόρησε χιλιάδες χρόνια. 
Ή Χιροσίμα βρισκόταν 
στην άκρη του νερού, στην άκρη του δρόμου. 
Εκεί συνομίλησε με τους προγόνους του. 
Εκεί διατύπωσε την αρετή του. 
Εκεί αποκρυπτογράφησε τη συμπόνια του. 
Εκεί συναπάντησε την ανθρωπιά του. 
Ή Χιροσίμα είναι το σταυροδρόμι, 
ή αρχή καί το τέλος του κόσμου, 
το τέχνασμα καί το προσωπείο, 
το πρόσωπο, 
14 
Δώσ'μου το χέρι σου, για να μπορέσω να λησμονήσω τη Χιροσίμα. 
"Αφησε με να πιω τα σκοτεινά σου μαλλιά, για να μπορέσω να λησμονήσω τη Χιροσίμα. 
Μίλησε μου, με τη γλώσσα της σιωπής, για να μπορέσω να λησμονήσω τη Χιροσίμα, το μαύρο κύμα, τη Χιροσίμα. 
Τώρα ζούμε την έκπληξη, 
κατάντικρυ του θανάτου. 
Κι ωστόσο, μπορούμε καί λέμε: αδερφέ μου. 
Δεν αλλάξαμε γλώσσα. 
Μπορούμε καί λέμε: αδερφέ μου. 

Περάσαμε το "Αουσβιτς, το Νταχάου, το Λίντιτσε καί λέμε 
ακόμα: αδερφέ μου. 
Ό αδερφός μας βρίσκεται στην άλλη όχθη, 
παίζει με τα κόκκαλά του την ένατη. 
Διαβάζει «Εύθύδημο». 
Ό αδερφός μου φυτεύει τα παραμύθια του στην ουλή 
του προσώπου του. 
Ο αδερφός μας πασκίζει να τραγουδήσει καί του λείπει το χείλος. 
Ό αδερφός μας θέλει να κλάψει καί του λείπουν τα μάτια. 
Ο αδερφός μας θέλει ν "αγγίξει τα χέρια μας, να μας προσπέσει, να παραπονεθεί καί του λείπουν τα χέρια. 
Συμμαζώνει τα κόκκαλά του καί προχωρεί. 
Είναι ό νέος αδερφός, πού γεννήθηκε στα χίλια εννιακόσια σαράντα τέσσερα στο Νταχάου, στα χίλια εννιακόσια σαράντα πέντε στη Χιροσίμα: μετά Χριστόν." 

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος 

"Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος 


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!"

Τασος Λειβαδιτης

"Ειρήνη"


Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Τερψιχόρη Παπαστεφάνου
Απαγγελία: Γιάννης Ρίτσος

Νικηφόρου Βρεττάκου, «Ειρήνη είναι όταν»

Σας χωρίζει ένα αδιόρατο χάσμα απ’ τον κόσμο.
Σας διέφυγαν πράγματα. Δεν τα ’χετε όλα
καλά λογαριάσει, δεν τα ’χετε δει,
ακούσει όσο πρέπει. Γι’ αυτό και σας φαίνεται
τόσο παράξενο, που κλείνω, ανοίγω
το παράθυρο κι άλλο δεν σας λέω:
«Ειρήνη!»
Ειρήνη, λοιπόν,
είναι ό,τι συνέλαβα μες απ’ την έκφραση
και μες απ’ την κίνηση της ζωής. Και Ειρήνη
είναι κάτι βαθύτερο απ’ αυτό που εννοούμε
όταν δεν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή
γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος· κι ο ήλιος
ψυχή μες στον άνθρωπο.

[πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα ποιήματα, τ. Β΄. Μ' ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη, Τρία Φύλλα, Αθήνα 1981, σ. 263]
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο: Δυὸ ἄνθρωποι 
μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κόσμου) 

Νικηφόρος Βρεττάκος
Ποιήματα Νικηφόρου Βρεττάκου - ο ποιητής της Ειρήνης

Ποιήματα Νικηφόρος Βρεττάκος

Ποιήματα Νικηφόρου Βρεττάκου

Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο Υμνητής του Ήλιου και της Αγάπης Από Palmografos.com: Palmografos.com - Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο Υμνητής του Ήλιου και της Αγάπης - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*

Ο μικρός αγωνιστής Βρεττάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.